καράφα

καράφα
carafe

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καράφα — η (λ. ιταλ.), φιάλη γυάλινη με στενό λαιμό και εξογκωμένη κοιλιά: Γέμισε την καράφα ούζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καράφα — η επιτραπέζια γυάλινη ή κρυστάλλινη φιάλη με στενό λαιμό για νερό, κρασί ή άλλα ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caraffa < αραβ. gharrafa «φλασκί»] …   Dictionary of Greek

  • Καράφα, Ολιβιέρο — (Oliviero Carafa, Νάπολη 1430 – Ρώμη 1511). Ιταλός καρδινάλιος και ναύαρχος. Διορίστηκε το 1472 από τον πάπα Σίξτο Δ’ διοικητής στόλου εναντίον των Τούρκων και κατόρθωσε να κυριεύσει τη Σμύρνη και την Αττάλεια. Πήρε μέρος σε πολλές διπλωματικές… …   Dictionary of Greek

  • καραφάκι — το (υποκορ. τού καράφα) μικρή καράφα …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • Βιγιάρ, Εντουάρ — (EduardVuillard,Κισό, Γαλλία 1868 – Λα Μπολ 1940). Γάλλος ζωγράφος. Το 1888 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τον απώθησε ο συντηρητισμός του ιμπρεσιονισμού και συνέχισε στην ακαδημία Ζιλιάν. Μαζί με άλλους νεαρούς… …   Dictionary of Greek

  • Γκαετάνο — (Gaetano, 1480 – 1547). Ιταλός θεολόγος. Ίδρυσε μαζί με τον καρδινάλιο Καράφα το 1517 το Τάγμα της Θείας Αγάπης, που αργότερα μετονομάστηκε Τάγμα των Κανονικών ΚληρικώνΘεατίνων. Ο Γ. εορτάζεται ως άγιος από τους καθολικούς στις 7 Αυγούστου. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Λίπι, Φιλιπίνο — (Πράτο 1457; – Φλωρεντία 1504). Ιταλός ζωγράφος. Γιος του Φιλίπο Λίπι (βλ. λ.), άρχισε από πολύ νέος να ζωγραφίζει στο εργαστήριο του πατέρα του και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο εργαστήριο του Μποτιτσέλι. Νεανικά έργα του θεωρούνται οι… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Παυσίλυπο — Όνομα λόφου της Νάπολης της Ιταλίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της. Είναι μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες της Ιταλίας, με ωραίες επαύλεις, καταπράσινους κήπους και ονομαστά κέντρα. Στη ρωμαϊκή εποχή ήταν κέντρο της αριστοκρατίας, που είχε εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”